χαμοκερασιά

χαμοκερασιά
[хамокэрасьа] ουσ. Θ. куст земляники, клубники.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χαμοκερασιά" в других словарях:

  • χαμοκερασιά — η, Ν [χαμοκέρασο] βοτ. η φραουλιά …   Dictionary of Greek

  • χαμοκερασιά — η είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμαικέρασος — ο, η, ΝΑ (λόγ. τ.) η χαμοκερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + κέρασος] …   Dictionary of Greek

  • χαμαικερασιά — η, Ν [χαμαικέρασο] (παλ. τ.) η χαμοκερασιά …   Dictionary of Greek

  • φράουλα — φράουλα, η και φράγουλα, η (λ. ιταλ.) (βοτ.) 1. το φυτό «φραουλιά» (βλ. λ.), η χαμοκερασιά. 2. ο καρπός αυτού του φυτού, το χαμοκέρασο. 3. γλύκισμα που γίνεται από αυτόν τον καρπό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραουλιά — η ποώδες δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας Pοδίδες, η χαμοκερασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»